συμβιβασμοῦ

συμβιβασμοῦ
συμβιβασμός
conciliation
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μπερλινγκουέρ, Ενρίκο — (Enrico Berlinguer, Σάσαρι 1922 – 1984). Ιταλός πολιτικός και ηγέτης της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Σπούδασε νομικά και από τα φοιτητικά του χρόνια συμμετείχε στο αντιφασιστικό κίνημα, ενώ το 1943 έγινε μέλος του Ιταλικού Κομουνιστικού Κόμματος (PCI)… …   Dictionary of Greek

  • Μπερνστάιν, Έντβαρντ — (Edward Bernstein, 1850 – 1932). Γερμανός πολιτικός. Ήταν οπαδός του Ε. Ντίρινγκ και υπέρμαχος του ιδεολογικού συμβιβασμού, μαζί με τον Λασάλ και τους οπαδούς του. Προσχώρησε στη σοσιαλδημοκρατία το 1872. Ύστερα από έντονη κριτική των θέσεών του… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Μοναρχιανισμός — ο εκκλ. αιρετική διδασκαλία η οποία διαμορφώθηκε από το τέλος τού 2ου αιώνα στην προσπάθεια αναιρέσεως τών αιρετικών θέσεων τού Γνωστικισμού και συμβιβασμού τήν τριαδικότητας τού θεού με τη μοναρχία τής θεότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. monarchianism …   Dictionary of Greek

  • απόπειρα — η (AM ἀπόπειρα) δοκιμαστική ενέργεια, προσπάθεια νεοελλ. 1. η πράξη που επιχειρείται με τον δόλο τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος, το οποίο όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • δίαιτα — Ονομασία των συνελεύσεων ορισμένων γερμανικών λαών (Φράγκων, Λογγοβάρδων κλπ.) και αργότερα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες λάμβαναν τις σοβαρότερες αποφάσεις για τη ζωή του κράτους (πόλεμος, ειρήνη, νόμοι, εκλογή βασιλιάδων κλπ.).… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • εναντίωμα — ἐναντίωμα, το (Α) 1. αυτό που εναντιώνεται σε κάτι, αντίθεση, κώλυμα, εμπόδιο, φραγμός 2. το ασυμβίβαστο, αδυναμία συμβιβασμού 3. πληθ. α) διαφορές, ασυμφωνίες β) αντίθετες ή συγκρουόμενες τάσεις …   Dictionary of Greek

  • ευάγωγος — η, ο (ΑΜ εὐάγωγος, ον) αυτός που άγεται, οδηγείται εύκολα, ευκολομεταχείριστος, ευκολοκυβέρνητος, ευπειθής νεοελλ. 1. αυτός που πείθεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το ευάγωγο η ιδιότητα τού ευαγώγου, τού ευπειθούς, αυτού που έχει καλή αγωγή 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”